βιαιοπραγία

βιαιοπραγία
Η παράνομη επέμβαση πάνω στο σώμα άλλου, με σκοπό είτε την κακοποίησή του (πρόκληση σωματικής βλάβης) είτε τον περιορισμό της ελευθερίας του (δέσμευση) είτε την προσβολή της τιμής του (ράπισμα, φτύσιμο κλπ.). Συχνά, μια πράξη β. ολοκληρώνεται σε ποινικό αδίκημα αυτοτελές (σωματική βλάβη, παράνομη κατακράτηση, έργω εξύβριση), άλλοτε αποτελεί στοιχείο συνθετότερου αδικήματος, π.χ. προσβολή ξένου κράτους και του αρχηγού του, στάση κρατουμένων (διατάραξη κοινής ειρήνης) και μια σειρά άλλες περιπτώσεις.
* * *
η
κάθε επίθεση εναντίον προσώπου ή πράγματος με χρησιμοποίηση υλικής δύναμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βίαιος + -πραγία < πραγ-, πέπραγα, παρκμ. του πράττω (-σσω). Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βιαιοπραγία — η πράξη που εκτελείται με σωματική βία, σωματική κάκωση, επίθεση που γίνεται άδικα: Οι βιαιοπραγίες των φιλάθλων και των δύο ποδοσφαιρικών ομάδων προκάλεσαν μεγάλη αντίδραση των κατοίκων της περιοχής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αικία — αἰκία, η (Α) 1. προσβλητική διαγωγή, απρεπής συμπεριφορά, προσβολή, εξύβριση 2. άπρεπη μεταχείριση, σωματική κάκωση 3. στον πληθ. αἱ αἰκίαι βασανιστήρια 4. (ως δικαν. όρ.) άδικη επίθεση, βιαιοπραγία στη φρ. «αἰκίας δίκη», ιδιωτική καταγγελία για… …   Dictionary of Greek

  • βία — Θεότητα της μυθολογίας που προσωποποιεί τη δύναμη και την επιβολή. Σύμφωνα με τη Θεογονία του Ησίοδου, ήταν κόρη του Τιτάνα Πάλλαντα και της Ωκεανίδας Στύγας. Η B., μαζί με τη μητέρα της και τα αδέλφια της (Κράτος, Ζήλος και Νίκη), βοήθησε τον… …   Dictionary of Greek

  • βιαιοπραγώ — ( έω) 1. χρησιμοποιώ βία 2. επιτίθεμαι άδικα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βιαιοπραγία. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • ευαπολόγητος — η, ο (ΑΜ εὐαπολόγητος, ον) αυτός που εύκολα επιδέχεται απολογία (επομένως και αθώωση), αυτός για τον οποίο απολογείται κάποιος εύκολα, αυτός τον οποίο εύκολα αντικρούει κάποιος απολογούμενος («ευαπολόγητη βιαιοπραγία») αρχ. αυτός που είναι ικανός …   Dictionary of Greek

  • κακοποίηση — η (AM κακοποίησις) [κακοποιώ] νεοελλ. 1. κακομεταχείριση, βιαιοπραγία, βασανισμός, βάναυση πράξη που επιφέρει βλάβη 2. υβριστική, βάναυση συμπεριφορά 3. βιασμός, ατίμωση διά τής βίας 4. κακή χρήση, διαστρέβλωση («κακοποίηση τής αλήθειας») μσν.… …   Dictionary of Greek

  • λησταρχία — η (AM λῃσταρχία) [λήσταρχος] αρχηγία ληστών, ληστρικής συμμορίας νεοελλ. μτφ. αισχροκερδής άσκηση επαγγέλματος, αισχροκέρδεια μσν. βιαιοπραγία, αρπαγή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”